δρυοβάλανος

δρυοβάλανος
δρῠο-βάλᾰνος [βᾰ], ,
A acorn, Str.15.3.18: sg. in collect. sense, Id.3.3.7.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δρυοβάλανος — η (AM δρυοβάλανος) βαλανίδι …   Dictionary of Greek

  • δρυοβαλάνοις — δρυοβάλανος acorn fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρυοβαλάνων — δρυοβάλανος acorn fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρυοβαλάνῳ — δρυοβάλανος acorn fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάλανος — (balanus). Γένος θυσανοπόδων μαλακίων της οικογένειας των βαλανιδών. Ζουν κολλημένα στους βράχους ή επάνω σε όστρακα διαφόρων μαλακίων, σε όλες τις θάλασσες, ακόμη και στις λιμνοθάλασσες. Ορισμένα είδη βρίσκονται και στις ελληνικές ακτές. Συνήθως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”